εφιάλτης
Προφορά
Ετυμολογία
εφιάλτης αρχαία ελληνική ἐφιάλτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εφιάλτης
✦ διαταραχή του ανθρώπινου οργανισμού κατά τον ύπνο που εκδηλώνεται με τρομακτικά όνειρα
✦ (μτφ. ) οτιδήποτε καταπιέζει την ψυχή ή προκαλεί αγωνία
Συνώνυμα
βραχνάς
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–