εφημερεύω
Προφορά
Ετυμολογία
εφημερεύω μεταγενέστερη ελληνική ἐφημερεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εφημερεύω
✦ εκτελώ ειδική υπηρεσία ή αποστολή επί ένα εικοσιτετράωρο: εφημερεύοντα φαρμακεία – νοσοκομεία
✦ (εκκλ.) είμαι εφημέριος σε εκκλησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–