εφημερία


εφημερία
Προφορά

Ετυμολογία
εφημερία μεταγενέστερη ελληνική ἐφημερία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εφημερία

✦ η χρονική περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του
✦ επιβεβλημένη υπηρεσία ή λειτουργία επί ένα εικοσιτετράωρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.