εφηβεία


εφηβεία
Προφορά

Ετυμολογία
εφηβεία μεταγενέστερη ελληνική ἐφηβεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εφηβεία

✦ η ηλικία του εφήβου, ήβη, η πρώτη νεότητα, αφότου ο άνθρωπος γίνεται ικανός για αναπαραγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.