εφεύρεση
Προφορά
Ετυμολογία
εφεύρεση μεταγενέστερη ελληνική ἐφεύρεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εφεύρεση
✦ επινόηση νέου μέσου, οργάνου, μεθόδου κλπ. για την επίτευξη παραγωγικού, τεχνικού κ. γεν. ωφέλιμου έργου
✦ το εφεύρημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–