εφεδρεία
Προφορά
Ετυμολογία
εφεδρεία αρχαία ελληνική ἐφεδρεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εφεδρεία
✦ στρατιωτική δύναμη έτοιμη για βοήθεια μαχομένων
✦ το σύνολο των στρατευσίμων σε καιρό επιστράτευσης
✦ (μτφ. ) κάθε δύναμη διαθέσιμη για τη χρησιμοποίηση σε ώρα ανάγκης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–