εφαρμόζω
Προφορά
Ετυμολογία
εφαρμόζω αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εφαρμόζω
✦ αρμόζω καλά, συνταιριάζω
✦ χρησιμοποιώ: θα εφαρμοστεί άλλη θεραπεία
✦ πραγματώνω, υλοποιώ: η κυβέρνηση θα εφαρμόσει χωρίς παρεκκλίσεις το πρόγραμμά της
✦ (αμτβ.) ταιριάζω, συναρμόζομαι: το κλειδί δεν εφαρμόζει στην κλειδαριά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–