εφήμερος


εφήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
εφήμερος αρχαία ελληνική ἐφήμερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εφήμερος -η, -ο

✦ που διαρκεί ή ζει μια μόνο μέρα
✦ πρόσκαιρος, παροδικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εφήμερα (Κ εφημέρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.