εφάπτομαι


εφάπτομαι
Προφορά

Ετυμολογία
εφάπτομαι αρχαία ελληνική ἐφάπτομαι

Ερμηνεία
ρήμα εφάπτομαι

✦ αγγίζω σε κάτι
✦ (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) η εφαπτομένη, ευθεία γραμμή που ακουμπά σ’ ένα μόνο σημείο καμπύλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.