εφάπαξ


εφάπαξ
Προφορά

Ετυμολογία
εφάπαξ αρχαία ελληνική ἐφάπαξ

Ερμηνεία
επίρρημα εφάπαξ

✦ μια φορά μόνο
✦ σε μια μόνο δόση
✦ με άρθρο το εφάπαξ ως ουσ., το χρηματικό ποσό που παίρνει υπάλληλος που εξέρχεται, λόγω ορίου ηλικίας, από την υπηρεσία του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.