ευφυής
Προφορά
Ετυμολογία
ευφυής αρχαία ελληνική εὐφυής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευφυής -ής, -ές
✦ έξυπνος, προικισμένος με οξεία αντίληψη: άνθρωπος ευφυής
✦ (για εκδηλώσεις) που αποδείχνει νοημοσύνη: ευφυής λόγος – ευφυέστατο τέχνασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανόητος, μωρός
Επιρρήματα
ευφυώς