ευφραντικός


ευφραντικός
Προφορά

Ετυμολογία
ευφραντικός μεταγενέστερη ελληνική εὐφραντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευφραντικός -ή, -ό

✦ χαροποιός, που προκαλεί ευφροσύνη: φαιδρά σκορπούν οι καλαμιές στο ευφραντικόν αγέρι (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ευφραντικά (Κ ευφραντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.