ευφράδεια


ευφράδεια
Προφορά

Ετυμολογία
ευφράδεια μεταγενέστερη ελληνική εὐφράδεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευφράδεια

✦ ευχέρεια, ευκολία στην ομιλία, ευγλωττία: κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.