ευφορία


ευφορία
Προφορά

Ετυμολογία
ευφορία αρχαία ελληνική εὐφορία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευφορία

✦ άφθονη καρποφορία, γονιμότητα: αν επιτύχει, θα πέσει η βροχή, θα λυθούν τα νερά, θα ξανάρθει η ευφορία (Γ. Σεφέρης)
✦ αίσθημα ευεξίας: γλεντήσαμε το έργο, είπαμε και αρκετά δικά μας αστεία… ήτανε μια ώρα ψυχικής ευφορίας (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αφορία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.