ευφημιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ευφημιστικός ευφημίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευφημιστικός -ή, -ό
✦ που γίνεται για ευφημισμό κάποιου, εγκωμιαστικός, επαινετικός
✦ ο χρησιμοποιούμενος για ευφημισμό: ευφημιστικός χαρακτηρισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ευφημιστικά (Κ ευφημιστικώς)