ευφημισμός


ευφημισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ευφημισμός μεταγενέστερη ελληνική εὐφημισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ευφημισμός

✦ εγκώμιο, έπαινος
✦ ονομασία κακού ή δυσάρεστου με εύφημη λέξη, με καλό λόγο: φρ. κατ’ ευφημισμόν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.