ευυπόληπτος


ευυπόληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευυπόληπτος ευ + υπολήπτομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευυπόληπτος -η, -ο

✦ που έχει καλή υπόληψη: με άλλα πρόσωπα της κοινωνίας, σοβαρά και ευυπόληπτα, ανώτερους λειτουργούς του κράτους, απόστρατους αξιωματικούς, βιομηχάνους, εμπόρους (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανυπόληπτος
Επιρρήματα
ευυπόληπτα (Κ ευυπολήπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.