ευσυνείδητος
Προφορά
Ετυμολογία
ευσυνείδητος μεταγενέστερη ελληνική εὐσυνείδητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευσυνείδητος -η, -ο
✦ ακέραιος, έντιμος, αφοσιωμένος στο καθήκον
✦ (για πράξεις) που γίνεται με συναίσθηση του χρέους: ευσυνείδητη εργασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασυνείδητος
Επιρρήματα
ευσυνείδητα (Κ ευσυνειδήτως)