ευστατισμός


ευστατισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ευστατισμός └γαλλ┘ eustatisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ευστατισμός

✦ η μεταβολή της γενικής στάθμης των ωκεανών, που οφείλεται, κυρίως, σε κλιματικούς παράγοντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.