ευρύστομος


ευρύστομος
Προφορά

Ετυμολογία
ευρύστομος αρχαία ελληνική εὑρύστομος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευρύστομος -η, -ο

✦ αυτός που έχει ευρύ, πλατύ στόμα ή στόμιο: ευρύστομα αγγεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.