ευρύς


ευρύς
Προφορά

Ετυμολογία
ευρύς αρχαία ελληνική εὐρύς

Ερμηνεία
ευρύς

✦ -εία, -ύ επίθ. πλατύς: ευρεία έκταση
✦ ευρύχωρος, φαρδύς
(μτφ. ) που εκτείνεται σε διάφορα πεδία (γνώσεων κτλ.): ευρεία μόρφωση
✦ όχι περιορισμένος: ευρεία αντίληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα
στενός
Επιρρήματα
ευρέως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.