ευρηματικότητα


ευρηματικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ευρηματικότητα ευρηματικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευρηματικότητα

✦ η ικανότητα κάποιου να επινοεί κάτι πρωτότυπο: η ευρηματικότητα του σκηνοθέτη
✦ το να είναι κάτι ευρηματικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.