ευρεσιτεχνία


ευρεσιτεχνία
Προφορά

Ετυμολογία
ευρεσιτεχνία ευρεσιτέχνης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευρεσιτεχνία

✦ η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.