ευπρόσωπος
Προφορά
Ετυμολογία
ευπρόσωπος αρχαία ελληνική εὐπρόσωπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευπρόσωπος -η, -ο
✦ ευπαρουσίαστος, που έχει ωραία όψη
✦ που κάνει καλή εντύπωση
✦ αξιοπρεπής: ευπρόσωπη η εμφάνιση των αθλητών μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ευπρόσωπα (Κ ευπροσώπως)