ευπαρρησίαστος


ευπαρρησίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ευπαρρησίαστος μεταγενέστερη ελληνική εὐπαρρησίαστος

Ερμηνεία
ευπαρρησίαστος

✦ η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) αυτός που μιλά με παρρησία, ελεύθερα και άφοβα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.