ευπαθής


ευπαθής
Προφορά

Ετυμολογία
ευπαθής αρχαία ελληνική εὐπαθής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευπαθής -ής, -ές

✦ ο ευαίσθητος στις παθήσεις, εύκολα προσβαλλόμενος από αρρώστιες: ευπαθής οργανισμός
✦ (φυσ.) ο ευαίσθητος στις εξωτερικές επιδράσεις: η βελόνα της πυξίδας είναι από τα ευπαθέστερα όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ευπαθώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.