ευοδώνω


ευοδώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ευοδώνω αρχαία ελληνική εὐοδόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ευοδώνω

✦ βάζω κάτι σε καλό δρόμο, οδηγώ σε αίσιο τέλος, σε επιτυχία: ο ιερέας, κατά τη διάρκεια της σπονδής, αναπέμπει δέηση προς τον παρόντα θεό να ευοδώσει τη διεξαγωγή των αγώνων (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ (μέσ.) ευοδώνομαι, μπαίνω σε καλό δρόμο, πηγαίνω καλά, πραγματοποιούμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.