ευνοώ
Προφορά
Ετυμολογία
ευνοώ αρχαία ελληνική εὐνοέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ευνοώ -είς, -εί
✦ δείχνω εύνοια σε κάποιον
✦ υποβοηθώ: δεν τον ευνόησαν οι περιστάσεις
✦ έχω ευνοϊκή διάθεση για κάτι, βλέπω με καλό μάτι: οι μεγάλοι δεν ευνοούν μια τέτοια λύση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–