ευνουχισμός


ευνουχισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ευνουχισμός μεταγενέστερη ελληνική εὐνουχισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ευνουχισμός

✦ εκτομή των όρχεων, μουνούχισμα
(μτφ. ) αφαίρεση ή καταστροφή των δημιουργικών δυνάμεων: ο ευνουχισμός των στελεχών του κινήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.