ευνουχίζω


ευνουχίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ευνουχίζω μεταγενέστερη ελληνική εὐνουχίζω

Ερμηνεία
ρήμα ευνουχίζω

✦ αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες, μουνουχίζω
(μτφ. ) καθιστώ κάποιον ή κάτι αναποτελεσματικό, μη δημιουργικό: να ευνουχισθεί πρώτα ο λαός μέσα σε τριάντα ή εξήντα χρόνια κάτω από μια διακυβέρνηση βίας (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.