ευνοούμενος


ευνοούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
ευνοούμενος μτχ. ενεστ. του ευνοούμαι

Ερμηνεία
ευνοούμενος

✦ -ενη, -ενο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) που έχει την εύνοια ισχυρού προσώπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.