ευλογητάριο
Προφορά
Ετυμολογία
ευλογητάριο ευλογητός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ευλογητάριο
✦ συνήθ. στον πληθ. ευλογητάρια, τα τροπάρια που ψάλλονται κατά τον όρθρο, τις κηδείες και τα μνημόσυνα και αρχίζουν με τη φρ. ε’õλογητός εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–