ευλογημένος


ευλογημένος
Προφορά

Ετυμολογία
ευλογημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος ευλογώ

Ερμηνεία
ευλογημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που ευλογήθηκε ή αξίζει να ευλογηθεί: ευλογημένη η ώρα
(μτφ. ) άτυχος ή αστόχαστος: τι του ήρθε να μπλεχτεί ο ευλογημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
καταραμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.