ευλαβής
Προφορά
Ετυμολογία
ευλαβής αρχαία ελληνική εὐλαβής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευλαβής -ής, -ές
✦ ο σεβόμενος τα θεία, θεοσεβής, θρήσκος
✦ που φέρνεται με σέβας, με προσοχή ώστε να μη θίξει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανευλαβής, ασεβής
Επιρρήματα
ευλαβώς