ευκολυντικός


ευκολυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
ευκολυντικός ευκολύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκολυντικός -ή, -ό

✦ αυτός που συντελεί στο να γίνει κάτι εύκολο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.