ευκολοσύντριφτος


ευκολοσύντριφτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευκολοσύντριφτος εύκολος + συντρίβω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκολοσύντριφτος -η, -ο

✦ αυτός που συντρίβεται, που θρυμματίζεται εύκολα: γίνεται στα χέρια μου ένα ευκολοσύντριφτο υλικό (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.