ευημερώ


ευημερώ
Προφορά

Ετυμολογία
ευημερώ αρχαία ελληνική εὐημερῶ

Ερμηνεία
ρήμα ευημερώ -είς, -εί

✦ ζω άνετα, χωρίς υλικές στερήσεις, καλοζώ: ο αγροτικός πληθυσμός που είχε πλουτίσει κι ευημερούσε με τόσα χρόνια ειρήνη (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
στερούμαι, δυστυχώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.