ευεπηρέαστος


ευεπηρέαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ευεπηρέαστος μεταγενέστερη ελληνική εὐεπηρέαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευεπηρέαστος -η, -ο

✦ που εύκολα επηρεάζεται, που εύκολα αλλάζει γνώμη από εξωτερικές επιδράσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεπηρέαστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.