ευεξάλειπτος


ευεξάλειπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευεξάλειπτος αρχαία ελληνική εὐεξάλειπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευεξάλειπτος -η, -ο

✦ που εύκολα εξαλείφεται

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυσεξάλειπτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.