ευδόκιμος


ευδόκιμος
Προφορά

Ετυμολογία
ευδόκιμος αρχαία ελληνική εὐδόκιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευδόκιμος -η, -ο

✦ που ευδοκιμεί ή ευδοκίμησε, επιτυχημένος: ευδόκιμη υπηρεσία – θητεία

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδόκιμος
Επιρρήματα
ευδόκιμα (Κ ευδοκίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.