ευδοκώ
Προφορά
Ετυμολογία
ευδοκώ μεταγενέστερη ελληνική εὐδοκέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ευδοκώ -είς, -εί
✦ περιβάλλω με ευμένεια, δείχνομαι ευνοϊκός, συγκαταβατικός: ο Θεός να ευδοκήσει
✦ αποδέχομαι με ευμένεια: ευδόκησε, επιτέλους, να μας δεχτεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–