ευδοκιμώ


ευδοκιμώ
Προφορά

Ετυμολογία
ευδοκιμώ αρχαία ελληνική εὐδοκιμέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ευδοκιμώ -είς, -εί

✦ επιτυγχάνω σε κάτι
✦ διακρίνομαι: επιδόθηκε στα γράμματα, όπου και ευδοκίμησε
✦ προκόβω, ευημερώ: δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει στη ζωή του
✦ αναπτύσσομαι καλά: το αμπέλι δεν ευδοκιμεί σε τέτοια χώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.