ευδοκία
Προφορά
Ετυμολογία
ευδοκία μεταγενέστερη ελληνική εὐδοκία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ευδοκία
✦ αγαθή προαίρεση, εύνοια: γι’ αυτό και ο πατέρας μου θα τον δέχτηκε με τόση ευδοκία στην αυλή του (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–