ευαρεστώ


ευαρεστώ
Προφορά

Ετυμολογία
ευαρεστώ μεταγενέστερη ελληνική εὐαρεστέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ευαρεστώ -είς, -εί

✦ προκαλώ ευχαρίστηση
✦ ευαρεστούμαι, δέχομαι με ευχαρίστηση: ευαρεστήθηκε να του παραχωρήσει ακρόαση

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυσαρεστώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.