ευαγγελικός
Προφορά
Ετυμολογία
ευαγγελικός μεταγενέστερη ελληνική εὐαγγελικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευαγγελικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο ιερό Ευαγγέλιο
✦ ο σύμφωνος με τα διδάγματα του ευαγγελίου, χριστιανικός
✦ Ευαγγελικές Εκκλησίες (εκκλ.) ονομ. των προτεσταντικών Εκκλησιών
✦ Ευαγγελικοί, οπαδοί των προτεσταντικών Εκκλησιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–