ευαγγελίστρια


ευαγγελίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ευαγγελίστρια μεταγενέστερη ελληνική εὐαγγελιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ευαγγελίστρια

✦ θηλ. ευαγγελίστρια που ευαγγελίζεται, ο κομιστής καλών ειδήσεων
✦ καθένας από τους τέσσερις συγγραφείς των ευαγγελίων
✦ θηλ. Ευαγγελίστρια (κ. Βαγγελίστρα) προσωνυμία της Παναγίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.