ευέλικτος


ευέλικτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευέλικτος μεταγενέστερη ελληνική εὐÝλικτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευέλικτος -η, -ο

✦ που εύκολα ελίσσεται: τα καράβια τους είναι πολύ βαριά και ανθεκτικότερα σκαριά αλλά δεν είναι ευέλικτα σαν τα δικά μας (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα
ευκίνητος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ευέλικτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.