ετοιματζίδικος


ετοιματζίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
ετοιματζίδικος └ουσ┘ ετοιματζής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ετοιματζίδικος -η, -ο

✦ αυτός που αναφέρεται σε είδη, και κυρίως ενδύματα, τα οποία είναι έτοιμα προς πώληση: ετοιματζίδικα ρούχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.