ετερόχρονος


ετερόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
ετερόχρονος αρχαία ελληνική ἑτερόχρονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ετερόχρονος -η, -ο

✦ διαφορετικός κατά το χρόνο, που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από το φυσιολογικό: ετερόχρονος σφυγμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.