ετερόφρων


ετερόφρων
Προφορά

Ετυμολογία
ετερόφρων μεταγενέστερη ελληνική ἑτερόφρων

Ερμηνεία
ετερόφρων

✦ -ων, -ον (-ονος) επίθ. αυτός που φρονεί, που σκέφτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.